λιθικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθικά — λιθικός of neut nom/voc/acc pl λιθικά̱ , λιθικός of fem nom/voc/acc dual λιθικά̱ , λιθικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθικῶν — λιθικός of fem gen pl λιθικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθικοῖς — λιθικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθικοῦ — λιθικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσολιθικός — ή, ό φρ. «μεσολιθική εποχή» αρχ. προϊστορική περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται από τις απαρχές τής παραγωγικής οικονομίας και τοποθετείται στο διάστημα από τη 10η μέχρι την 7η π.Χ. χιλιετία, αλλ. επιπαλαιολιθική εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * +… … Dictionary of Greek
lítico — (Derivado del gr. lithos, piedra.) ► adjetivo 1 De la piedra: ■ se han encontrado herramientas líticas en la zona. 2 De la lisis. * * * lítico, a (del gr. «lithikós») adj. De [la, las] piedra[s]; entra especialmente como elemento sufijo en la… … Enciclopedia Universal
CUBITUS et CUBITUM — CUBITUS, et CUBITUM Graece πῆχυς, quod in sumendo cibo Veteres in eo cubabant, uti vidimus supra, ubi de Accumbendi ritu. Idem aegri faciebant, vel collocuturi cum amicis: Corn. Nepos in Attico, c. 21. Hos ut venisse vidit in cubitum nixus; vel… … Hofmann J. Lexicon universale
ηωλιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαιότατη περίοδο ζωής τού προϊστορικού ανθρώπου, κατά την οποία αυτός χρησιμοποιούσε ως εργαλεία τους ηωλίθους («ηωλιθική εποχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eolithique < eo (πρβλ. ηώς) +… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek