λιθικός

λιθικός
-ή, -ό (AM λιθικός, -ή, -όν) [λίθος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους
νεοελλ.
φρ. «λιθική εποχή» — η εποχή τής προϊστορίας τού ανθρώπου και τής ανάπτυξης τής βιοτεχνίας και τού πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος τον λίθο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λίθο τής ουροδόχου κύστεως
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Λιθικά
τίτλος έργου τού Διονυσίου τού Περιηγητού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) λιθικά
(ενν. βιβλία) πραγματεία για πολύτιμους λίθους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιθικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικά — λιθικός of neut nom/voc/acc pl λιθικά̱ , λιθικός of fem nom/voc/acc dual λιθικά̱ , λιθικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικῶν — λιθικός of fem gen pl λιθικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικοῖς — λιθικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικοῦ — λιθικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσολιθικός — ή, ό φρ. «μεσολιθική εποχή» αρχ. προϊστορική περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται από τις απαρχές τής παραγωγικής οικονομίας και τοποθετείται στο διάστημα από τη 10η μέχρι την 7η π.Χ. χιλιετία, αλλ. επιπαλαιολιθική εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • lítico — (Derivado del gr. lithos, piedra.) ► adjetivo 1 De la piedra: ■ se han encontrado herramientas líticas en la zona. 2 De la lisis. * * * lítico, a (del gr. «lithikós») adj. De [la, las] piedra[s]; entra especialmente como elemento sufijo en la… …   Enciclopedia Universal

  • CUBITUS et CUBITUM — CUBITUS, et CUBITUM Graece πῆχυς, quod in sumendo cibo Veteres in eo cubabant, uti vidimus supra, ubi de Accumbendi ritu. Idem aegri faciebant, vel collocuturi cum amicis: Corn. Nepos in Attico, c. 21. Hos ut venisse vidit in cubitum nixus; vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηωλιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαιότατη περίοδο ζωής τού προϊστορικού ανθρώπου, κατά την οποία αυτός χρησιμοποιούσε ως εργαλεία τους ηωλίθους («ηωλιθική εποχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eolithique < eo (πρβλ. ηώς) +… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”